- αυτοσχεδον
- αὐτοσχεδόναὐτο-σχεδόνadv.1) вблизи, грудь с грудью, врукопашную
(μάχεσθαι Hom.)
2) в упор(οὐτάζειν Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(μάχεσθαι Hom.)
(οὐτάζειν Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αυτοσχεδόν — επίρρ. (Α) 1. «εκ του συστάδην», από κοντά 2. αμέσως, ευθύς αμέσως … Dictionary of Greek
αὐτοσχεδόν — near at hand indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδά — αὐτοσχεδόν near at hand indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοσχέδιος — α, ο (AM αὐτοσχέδιος, α, ον και ος, ον) αυτός που γίνεται χωρίς προετοιμασία, πρόχειρος αρχ. (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) αὐτοσχεδίῃ (για μάχη) «εκ του συστάδην», σώμα με σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αυτοσχεδόν < αυτο + σχεδόν] … Dictionary of Greek